- περδικόστηθη
- περδικόστηθη, η και περδικοστήθω, ηγυναίκα με στητό στήθος σαν την πέρδικα: Γιατί, καημένη Αναστασιά, γιατί περδικοστήθω (Κρυστάλλης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.